ευαπάτητος

ευαπάτητος
ος , ον легко поддающийся обману, доверчивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ευαπάτητος" в других словарях:

  • εὐαπάτητος — easy to cheat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαπάτητος — η ο (Α εὐαπάτητος, ον) αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολοπίστευτος, ο μωροπίστευτος αρχ. αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • εὐαπατητότερον — εὐαπάτητος easy to cheat adverbial comp εὐαπάτητος easy to cheat masc acc comp sg εὐαπάτητος easy to cheat neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπάτητον — εὐαπάτητος easy to cheat masc/fem acc sg εὐαπάτητος easy to cheat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπατητότεροι — εὐαπάτητος easy to cheat masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπατήτους — εὐαπάτητος easy to cheat masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπατήτων — εὐαπάτητος easy to cheat masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπάτητα — εὐαπάτητος easy to cheat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαπάτητοι — εὐαπάτητος easy to cheat masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκολογέλαστος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εξαπατήσει, να ξεγελάσει εύκολα, ο ευαπάτητος, ο μωρόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + γελώ «ξεγελώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»